- δημοπράτης
- ο (Α δημοπράτης)αυτός που πουλάει κάτι σε δημοπρασίααρχ.αυτός που εκποιεί δημόσια πράγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -πράτης < πράτης < πιπράσκω «πουλάω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek
δημοπρασία — Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται… … Dictionary of Greek
δημοπρατώ — ( έω) 1. πουλάω κάτι σε δημοπρασία 2. αναθέτω την εκτέλεση έργου με δημοπρασία, με μειοδοτικό διαγωνισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δημοπράτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] … Dictionary of Greek
λαχανοπράτης — λαχανοπράτης, ὁ (AM) πάπ. λαχανοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + πράτης (< θ. πρα τού πιπράσκω «πωλώ»), πρβλ. δημοπράτης, ελαιο πράτης] … Dictionary of Greek